ριζόβιος

ριζόβιος
-α, -ο, Ν
1. (για έντομο ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών φυτών
2. το ουδ. ως ουσ. το ριζόβιο
(μικρβλ.) κατηγορία βακτηρίων που δεσμεύουν άζωτο και ζουν συμβιωτικά με φυτά τής τάξης λεγκουμινώδη ή χεδρωπά
3. το αρσ. ως ουσ. ο ριζόβιος
εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κουκινελλίδες που ζουν στα έλατα
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζόβια
τα ριζοβακτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizobium (< ρίζα + βίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”